φενακιστοσκόπιο

φενακιστοσκόπιο
το, Ν
οπτική συσκευή που παρήγε την ψευδαίσθηση κινούμενων σχεδίων, λόγω τού οπτικού μετεικάσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phenakistiscope (< φενακιστής + -σκόπιο*). Η λ., στον λόγιο τ. φενακιστοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”